Ὀργῆς — Ὀργεύς masc nom pl Ὀργεύς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οργή — η (ΑΜ ὀργή) έντονη ψυχική διέγερση από κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό που εκδηλώνεται με βίαιη συμπεριφορά, η αγανάκτηση νεοελλ. φρ. α) «δίνω τόπο στην οργή» συγκρατώ τον θυμό μου και τα νεύρα μου, υποχωρώ β) «θεία οργή» ή «οργή θεού» μεγάλη… … Dictionary of Greek
гнѣвьныи — (34) пр. 1. Относящийся к гнѣвъ в 1 знач.: погѹбить м(о)лтвьнѹѭ красотѹ помнѣниѥ гнѣвьноѥ Изб 1076, 55; Вельми хощеть нѹдитис˫а чл҃вкъ. да ѹдьржить страсть гнѣвьнѹю. СбТр ХII/XIII, 70; д҃хъ бо гнѣвныи в нашемь ср҃дци сѣдѩи. ПрЛ XIII, 58в;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αοργησία — ἀοργησία, η (AM) [αόργητος] η συγκράτηση της οργής, η ψυχραιμία, η πραότητα αρχ. πλήρης έλλειψη οργής … Dictionary of Greek
απαιδευσία — η (AM ἀπαιδευσία) έλλειψη παίδευσης, αμορφωσιά αρχ. 1. αμάθεια, άγνοια, χωριατιά 2. απειρία, ανικανότητα («άπαιδευσία πλούτου» ανικανότητα στη διαχείριση χρημάτων, Αριστοτ.) 3. έλλειψη άσκησης («ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς» από έλλειψη άσκησης στη… … Dictionary of Greek
μήνιμα — μήνιμα, τὸ (Α) [μηνίω] 1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.) 2. ενοχή, ιδίως για φόνο 3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής … Dictionary of Greek
παρόργισμα — τὸ, Α [παροργίζω] 1. η πρόκληση οργής 2. η αιτία τής οργής … Dictionary of Greek
περιοργής — ές, Α γεμάτος οργή, πολύ οργισμένος. επίρρ... περιοργῶς με πάρα πολλή οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + οργής (< ὀργή), πρβλ. φιλ οργής] … Dictionary of Greek
ρύμη — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ.) του νομού Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σελέρου. * * * η / ῥύμη, ΝΑ, και ρύμνη, Ν 1. η δύναμη, η ορμή με την οποία κινείται κάτι, η φόρα («πτερύγων ρύμη», Αριστοφ.) 2. στενή οδός, σοκάκι νεοελλ. 1. (μηχανολ … Dictionary of Greek
φιλοργής — ές, Α (ποιητ. τ.) ευέξαπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + οργής (< οργή), πρβλ. περι οργής] … Dictionary of Greek